- καταγελάστους
- καταγέλαστοςridiculousmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεμπαίζω — κ. ανα (Μ ἀνεμπαίζω) 1. εμπαίζω, περιγελώ παροιμ. «ο μυξής αναμπαίζει το σαλιάρη», «κάθετ η πομπή στη στράτα κι αναμπαίζει τους διαβάτες» (για τους καταγέλαστους που περιγελούν άλλους όμοιους ή καλύτερούς τους) 2. εξαπατώ … Dictionary of Greek